-
1 свеча
-й, πλθ. свечи, свечκ. свечей θ.1. κερί, κηρί• λαμπάδα•стеариновая свеча στεατο-κήριο, σπερματσέτο•
восковая свеча κερί, λαμπάδα κέρινη.
2. (ιατρ.) το υπόθετο.3. (τεχ.)• σπινθηρ ιστής, μπουζί•запальная свеча σπινθήρων πώμα, μπουζί.
4. μονάδα μέτρησης•лампа в сорок -ей λάμπα σαράντα κηριών.
5. κάθετη πτήση, πέταγμα (για τόπι, αεροπλάνο κ.τ.τ.). || ως επίρ. -όΆ κάθετα, ευθέως προς τα άνω. -
2 аппретура
1. (текст., кож.) η τελειωτική επεξεργασία/κατεργασίαотделочная - τελειωτική -, το φινίρισμα2. (лак) το βερνίκι (για δέρματα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аппретура
-
3 пропитка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропитка
-
4 свеча
свеч||аж1. τό κερί, ἡ λαμπάδα, τό κηρίον:восковая \свеча τό κερί, ἡ λαμπάδα· стеариновая \свеча τό ἀλειμματοκέρι, τό σπερματσέτο· запальная \свеча тех. τό μπουζί, ὁ σπινθηριστής, ὁ ἀναφλεκ-. τήρ [-ας]·2. (единица измерения) τό κη-ρί[ον], τό κερί:лампочка в 55 \свечаей λάμπα πενήντα πέντε κεριών3. мед. τό ὑπόθετο[ν]· ◊ игра не стоит свеч погов. τἴναι ὁ κάβουρας, τἴναι τό ζουμί του.